Ένα Πετράδιο Σοφίας για καθημερινό στοχασμό: «Η αγάπη είναι το κίνητρο, η θέληση, και η πηγή της δύναμης που ωθεί κάθε ανθρώπινη επιθυμία σε καρποφορία. Έτσι να είστε σε εγρήγορση ώστε να διατηρείτε αγνή πρόθεση σε όλα τα πράγματα που αναλαμβάνουμε».

Με Φτερά που δεν Πετούν

- Μια Ιστορία του Ντάρμα από τις Τζατάκα: Οι Ιστορίες των Γεννήσεων το Κυρίου Βούδα -

Μια φορά κι έναν καιρό ο Κύριος Βούδας συνοδευόμενος από μια ακολουθία μοναχών, ταξίδευε στην ύπαιθρο της Μαγκάντα στη βόρεια Ινδία, όταν πλησίασαν μια πυρκαγιά ενός δάσους, η οποία τάχιστα μετατράπηκε σε μαινόμενο κολαστήριο. Γλώσσες φωτιάς εξαπλώνονταν παντού. Μπροστά σε αυτό το θέαμα, μερικοί από τους λιγότερο έμπειρους μοναχούς γέμισαν τρόμο και αναρωτήθηκαν τι μέτρα θα μπορούσαν να πάρουν για να σταματήσουν την διάδοση της φωτιάς.

Για να καταπραΰνουν τον πανικό τους, άλλοι πρεσβύτεροι μοναχοί τους είπαν: «Γιατί να είστε τρομοκρατημένοι όταν είναι μαζί σας ο Κύριος Βούδας, ο οποίος έχει εξουσία πάνω σε όλα τα φαινόμενα; Πρέπει να πάμε στον Δάσκαλο αμέσως».

Καθώς οι μοναχοί συγκεντρώθηκαν γύρω από τον Κύριο Βούδα, ο Παγκόσμια Τιμημένος συνέχισε να περπατάει προς την φωτιά που τους πλησίαζε για κάμποση ώρα πριν σταματήσει. Η φωτιά είχε στο μεταξύ εξαπλωθεί παντού, καταβροχθίζοντας τα πάντα στο δρόμο της. Αλλά όταν έφτασε στο σημείο όπου ο Κύριος Βούδας στεκόταν, η μεγάλη φωτιά δεν πλησίασε περισσότερο από 40 μέτρα· στην συνέχεια έσβησε ξαφνικά σαν ένας φλεγόμενος δαυλός που ρίχτηκε σε ένα βαρέλι νερό.

Καθώς έγιναν μάρτυρες αυτού του θαύματος όλοι οι μοναχοί, ξέσπασαν σε αίνους: «Ω, πόσο σπουδαίες είναι οι δυνάμεις του Βούδα. Ακόμη και αυτή η μεγάλη φωτιά δεν μπόρεσε να πλησιάσει το σημείο όπου στέκεται ο Βούδας».

Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο Κύριος Βούδας αποκρίθηκε: «Δεν οφείλεται στην παρούσα δύναμή μου αλλά στην δύναμη μιας προηγούμενης πράξης μου αλήθειας, το γεγονός ότι η φωτιά έσβησε σε αυτό το σημείο. Επιπλέον, καμία φωτιά δεν θα λάβει χώρα σε αυτό το σημείο ποτέ ξανά μέχρι το τέλος αυτού του μεγάλου αιώνα». Τότε ο Ανάντα, ο προσωπικός ακόλουθος του Κυρίου Βούδα τοποθέτησε ένα ράσο στο έδαφος και ο Δάσκαλος πήρε τη θέση του. Όλοι οι μοναχοί υποκλίθηκαν στον Βούδα και κάθισαν γύρω του. «Δάσκαλε,» είπαν, «γνωρίζουμε μόνο το παρόν και δεν έχουμε γνώση του παρελθόντος, σε παρακαλούμε να μας γνωστοποιήσεις το παρελθόν». Και έτσι μετά το αίτημα τους, ο Βούδας του διηγήθηκε την ιστορία μιας Πράξης Αληθείας που εκτέλεσε σε μία από τις προηγούμενες ζωές του.

Κάποτε, πολύ καιρό πριν σε αυτό ακριβώς το σημείο, ο μελλοντικός Βούδας γεννήθηκε ως ορτύκι νεοσσός. Οι γονείς του τού έφτιαξαν μια φωλιά και τού έφερναν φαγητό κάθε μέρα. Τότε, το μικρό ορτύκι δεν ήταν ακόμη αρκετά δυνατό ούτε για να πετάξει, ούτε για να περπατήσει στο έδαφος του δάσους.

Μια μέρα ξέσπασε φωτιά στο δάσος, και εξαπλώθηκε γρήγορα και βίαια με την αγριότητα ενός αδηφάγου άγριου θηρίου. Πανικόβλητα και τρομαγμένα, όλα τα ζώα και τα πουλιά του δάσους έτρεχαν να ξεφύγουν από την απειλητική φωτιά όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Οι γονείς του μικρού ορτυκιού δεν είχαν την σωματική δύναμη να μεταφέρουν τον μικρό νεοσσό μαζί τους καθώς διέφευγαν, και έτσι πέταξαν μακριά μόνοι τους αφήνοντας το μικρό ορτύκι πίσω.

Μόνο και εγκαταλελειμμένο στην φωλιά του, ο μελλοντικός Βούδας συνειδητοποιώντας ότι η φωτιά πλησιάζει σκέφτηκε: «Αν είχα την δύναμη να χρησιμοποιήσω τα φτερά μου, θα ακολουθούσα τους γονείς μου στην ασφάλεια. Τώρα που οι γονείς μου έχουν φύγει, τι θα μπορούσα να κάνω για να σώσω τον εαυτό μου;»

Ακριβώς εκείνη την στιγμή, μια ενόραση αναδύθηκε στο νου του. «Σε ετούτον τον κόσμο της Σαμσάρα, υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι τιμώνται σε όλο το σύμπαν ως οι Βούδες, οι Φωτισμένοι. Αυτοί είναι οι μεγάλοι Ευσπλαχνικοί Μποντισάτβα (τα Μεγάλα Αφυπνισμένα Γενναιόψυχα Όντα) που έχουν κατακτήσει την απελευθέρωσή τους από τα βασίλεια της οδύνης αφιερώνοντας αναρίθμητες πράξεις τελειότητας όπως η γενναιοδωρία, η υπομονή, η συμπόνια και η στοργική καλοσύνη προς όλα τα όντα και στην πορεία πραγμάτωσαν το σύνολο των δυνατοτήτων της Πρωταρχικής τους Φύσης και κατόρθωσαν την Απόλυτη Κατάσταση του Ενός και της Σοφίας η οποία δεν είναι χωριστή από την Ύστατη Αλήθεια της Φύσης. Εφόσον και εγώ πιστεύω στην ίδια Αλήθεια και στην Αποτελεσματικότητα της Καλοσύνης, θα επικαλεστώ τους Βούδες του παρελθόντος να μου χορηγήσουν τις ευλογίες τους να εκδηλώσω την Ύστατη Αλήθεια της Φύσης και μέσω μίας Πράξης Πίστης σε αυτή την Αλήθεια, να θέσω ένα τέλος στη φωτιά».

Έτσι ενδυναμωμένο από την πίστη του, το νεαρό ορτύκι ανακάλεσε στο νου την Αποτελεσματικότητα των Βουδών του παρελθόντος και εκτέλεσε μια Πράξη Αλήθειας επαναλαμβάνοντας την ακόλουθη στάνζα: «Με φτερά που δεν είναι ακόμη έτοιμα να πετάξουν, πόδια που δεν είναι ακόμη έτοιμα να περπατήσουν· εγκαταλελειμμένος από τους γονείς μου, κείτομαι εδώ σε τούτη τη φωλιά· θερμά επικαλούμαι τον Τζαταβέντα, τον Κύριο της φωτιάς, σταμάτα και οπισθοχώρησε». Κατ' αυτόν τον τρόπο με ακλόνητη πίστη, το νεαρό ορτύκι επαναλάμβανε την επίκληση διαρκώς. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της απαγγελίας η φωτιά κατασίγασε και οπισθοχώρησε σε μια απόσταση 40 μέτρων προτού σβήσει εντελώς σαν να είχε κατακλυστεί από ένα μεγάλο κύμα νερού. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, αυτό το σημείο όπου η φωτιά σταμάτησε δεν θα προσβληθεί ξανά ποτέ από φωτιά για όλο το διάστημα μέχρι το τέλος του μεγάλου αιώνα.

Ο Κύριος Βούδας τότε είπε στους μοναχούς: «Δεν είναι η παρούσα μου η δύναμη, αλλά η δύναμη μιας Πράξης Αληθείας που εκτέλεσα σε μια προηγούμενη γέννηση ως ένα ορτύκι που έκανε τη φωτιά να σταματήσει σε αυτό το σημείο στο δάσος».

Ο Κύριος Βούδας τότε ταυτοποίησε τους γονείς του της παρούσας ζωής ως τους γονείς που είχε εκείνον τον καιρό, ενώ ο ίδιος ήταν ο βασιλιάς των ορτυκιών.