Χρονικά των Βουδών
Η Προφητεία τού Βούδα Ντιπανκάρα για την Φώτιση τού Βούδα Σακυαμούνι
Το Βουδαβατσάνα, ο Λόγος του Βούδα (κα) είναι ολόκληρη η προφορική μετάδοση του Βούδα Σακυαμούνι (Σάνγκυε Σάκυα Τούμπα), όπως την είχε μεταφέρει ο προσωπικός του ακόλουθος, ο Ανάντα (Κούνγκαουο), ένα χρόνο μετά την παρινιρβάνα του Βούδα, στην πρώτη συνέλευση του Συμβουλίου της Ρατζακγρίχα – μια συνάθροιση πεντακοσίων άρχατ (ντρατσόμπα) με επικεφαλής τον Μαχακασυάπα (Όσουνγκ Τσένπο) με σκοπό να διατηρήσουν τις διδασκαλίες άθικτες. Η κάθε απαγγελία θα ξεκινούσε με: Έτσι έχω ακούσει (ντίκε ντακ γκι τόπα ντου τσικ να) - αυτά είναι τα λόγια όπως ειπώθηκαν από τον Κύριο Βούδα. Οι απαγγελίες χωρίζονται σε Βινάγια (ντούλουα), Σούτρα (ντο), και Αμπιντάρμα (τσο νόνπα), όλα μαζί γνωστά ως τα Τριπιτάκα (ντένο σουμ) τα τρία καλάθια. Όλες μαζί οι συλλογές αυτές των διδασκαλιών παρέχουν την ατραπό της ανώτερης συσσώρευσης που οδηγούν στην επίτευξη της απελευθέρωσης (τάρπα), της πραγμάτωσης (τσανγκτσούπ) και της παντογνωσίας (νάμκυεν).
Το Βινάγια παρέχει καθοδήγηση για το πώς μπορεί να καλλιεργηθεί η αγνή πειθαρχία της συμπεριφοράς (τσούλτριμ κυι λάμππα) μέσω της αποφυγής των αρνητικών πράξεων και της υιοθέτησης των θετικών πράξεων.
Η Σούτρα είναι η συλλογή των διαθηκών του Βούδα για το πώς μπορεί να καλλιεργηθεί η ακλόνητη πίστη (γίτσε πε ντέπα) και ο διαλογισμός σαμάντι (τινγκεντζίν) σύμφωνα με την απόλυτη αλήθεια (ντόνταμ ντένπα), όπως ειπώθηκαν από τον Βούδα ως απάντηση των ερωτήσεων και των εκκλήσεων των αφοσιωμένων.
Το Αμπιντάρμα παρουσιάζει ολόκληρη την κατηγοριοποίηση όλων των θεμάτων στη σούτρα από την οπτική της πραζναπαραμίτα (σέραμπ κυι πάρολ του τσίνπα), της υπερβατικής σοφίας της άμεσης πραγμάτωσης της μη-εννοιολογικής ενότητας όλων των φαινομένων, που οδηγεί στην πρωταρχική φύση της τζάνα (γιέσε), την μη επινοημένη αρχέγονη σοφία της μη-παραμονής στην νιρβάνα (μι νέπε νυανγκντε), η οποία εκδηλώνεται ως τα τρία φωτισμένα σώματα των Βουδών – το Νταρμακάγια (τσο κου) το Σώμα της Αλήθειας· το Σαμπογκακάγια (λονγκού) το Σώμα της Ευδαιμονίας· και το Νιρμανακάγια (τούλκου) το Σώμα της Εκδήλωσης.
Το Αμπιντάρμα παρέχει μια περιεκτική περιγραφή του σύμπαντος και των άπειρων κόσμων του. Κάθε κόσμος έχει στο κέντρο του ένα Όρος Μερού (ρι ραμπ) και τέσσερεις ηπείρους (λινγκ συί). Χίλιοι τέτοιοι κόσμοι ισοδυναμούν με μια χιλιαπλάσια κοσμική τάξη. Χίλιες τέτοιες απαρτίζουν την δι-χιλιαπλάσια κοσμική τάξη. Άλλες χίλιες τέτοιες δι-χιλιαπλάσιες κοσμικές τάξεις, γίνονται οι τριχιλιόκοσμοι (τόνγκσουμ κυι τζίγκτεν καμ) – ένα σύμπαν που απαρτίζεται από ένα δισεκατομμύριο σάχα κόσμους (μι τζε τζικ τεν) όπου προεδρεύει ένας Βούδας που γεννιέται στον κόσμο για να εκτελέσει τις δώδεκα πράξεις (ντζέπα τσουνυί) της υπέρτατης νιρμανακάγια (τσόκκι τούλκου) όπως αναδείχθηκαν από τον Βούδα Σακυαμούνι, ο οποίος είναι ο τέταρτος των χιλίων Βουδών που θα εμφανιστούν στo παρόν μεγάλο κάλπα (κάλτσεν) του Τυχερού Κοσμικού Αιώνα (κάλπα ζάνγποϊ). Ένα μεγάλο κάλπα είναι ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα στη δημιουργία ενός σύμπαντος και την επαναδημιουργία του, και που περνάει τα τέσσερα στάδια: σχηματισμός (τσάκπαϊ κάλπα), διάρκεια (νέπαϊ κάλπα), καταστροφή (τσίκπαϊ κάλπα) και κενότητα (τόνγπαϊ κάλπα).
Η Σούτρα Μπαντρακαλπίκα (κάλπα ζανγκπόι ντο), μια διδασκαλία που μετέδωσε ο Βούδας Σακυαμούνι στη Βαϊσάλι (γιανγκπάτσεν) έπειτα από έκκληση του Πραμουντιταράτζα (μαχάκγκα γκυάλπο), εξηγεί πως όταν ο κόσμος στο τέλος του προηγούμενου κάλπα βυθίστηκε σε κατακλυσμό, χίλια χρυσά λουλούδια λωτού αναδύθηκαν από την πλημμύρα, γεγονός που αντιλήφθηκαν τα ουράνια όντα (ντέβα) ως ευοίωνο αγγελιοφόρο ότι χίλιοι Bούδες επρόκειτο να εμφανιστούν στο ερχόμενο κάλπα. Σ’ αυτήν την ομιλία, ο Βούδας Σακυαμούνι έκανε την προφητεία (βυακαράνα) των χιλίων Μποντισάτβα (τσανγκ τσουμπ σέμπα) που θα γίνουν Βούδες σ’ αυτόν τον Τυχερό Κοσμικό Αιώνα. Λέγεται ότι μόνο αφού ένας μποντισάτβα έχει πετύχει την πραγμάτωση του όγδοου μπούμι (μιγιόουα), μπορεί να επιβεβαιωθεί από έναν πλήρως πραγματωμένο Βούδα ότι θα γίνει Βούδας, παρόμοια με την προφητεία που έκανε ο Βούδας Ντιπανκάρα (μάρμε ντζε) στην Σούτρα των Έξι Παραμίτα (πάρολ του τζίνπα ντρουκ ντο), ότι ο Βούδας Σακυαμούνι θα είναι ο επόμενος Βούδας.
Στη Σούτρα των Έξι Παραμίτα, υπάρχει μια αναφορά της πρόβλεψης του Βούδα Ντιπανκάρα για τη φώτιση του Βούδα Σακυαμούνι, όπως την είχε πει ο Βούδας Σακυαμούνι στον Σαριπούτρα (σα ρι μπου).
Ενενήντα ένα μεγάλα κάλπα πριν τον τωρινό κοσμικό αιώνα, ο Σουμέντα, ένας νέος Βραχμάνος από τον Νντιπαβάτι, πήγε στα βουνά να γίνει ασκητής υπό την καθοδήγηση ενός ρίσι (τράνγκσονγκ), ενός δασκάλου των Βέντα, ώστε να ακολουθήσει τις αρχαίες μελέτες για το πώς να καλλιεργήσει την ορθή συμπεριφορά ενός σοφού, την τέχνη της μακροζωίας και την μυστικιστική υπερ-εγκόσμια νόηση (νόνσε) περί συνεργασίας με τα στοιχεία της φύσης. Επιδιώκοντας να φτάσει σε στάδιο πέρα από το θάνατο, απαρνήθηκε όλες τις προσκολλήσεις προς τις εγκόσμιες ανησυχίες και αφιερώθηκε πλήρως στην άσκησή του. Με την ήσυχη αποφασιστικότητα της μονο-σημειακής εστίασης, έγινε ειδήμονας στο Ριγκβέντα (νέτζο κυι ρίκτσε) στα άσματα επαίνων των Βέντα· στο Σαμαβέντα (τσόγιν κυί ρίκτσε) στους βεντικούς στίχους του τραγουδιού· στο Γιαγιουρβέντα (νυέντσικ κι ρίκτσε) στην ψαλμωδία των μάντρα στις τελετουργίες· και στο Αταρβαβέντα (σι σουνγκ κι ρίκτσε) σε όλες τις πτυχές των γνώσεων για την καθημερινότητα.
Έχοντας τελειοποιήσει την άσκηση Βέντα, ο δάσκαλός του συμβούλεψε τον Σουμέντα ότι ήρθε η ώρα να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον κόσμο. Με την ενθάρρυνση αυτή, ο Σουμέντα αποχαιρέτισε τον δάσκαλό του και αναχώρησε από τα βουνά. Καθ’ οδόν, σε μια γειτονική χώρα, συνάντησε πεντακόσιους Βραχμάνους που είχαν μαζευτεί για μια ανοιχτή συνεδρία ερωτο-απαντήσεων σχετικά με τις ασκήσεις των Βέντα. Πεντακόσια αργυρά νομίσματα και μία κοπέλα προς γάμο θα προσφέρονταν ως έπαθλο σε όποιον δώσει την καλύτερη διευκρίνηση της ημέρας. Ο Σουμέντα παρατήρησε ότι το πεδίο των προφορικών τους ανταλλαγών περιοριζόταν στα εγκόσμια θέματα της αποφυγής της μελλοντικής επαναγέννησης στα κατώτερα βασίλεια και στην απόκτηση της ευτυχούς επαναγέννησης ως άνθρωπος ή θεός, παρά στην επίτευξη της κατάστασης πέρα από το θάνατο και τη σαμσάρα (κόρουα).
Ο Σουμέντα ρώτησε αν μπορούσε να συμμετάσχει εφόσον ήταν και αυτός απόγονος των Βραχμάνων. Με την συγκατάθεσή τους, ο Σουμέντα, καθισμένος στο βήμα, άρχισε να διαφωτίζει τα ερωτήματα που διατυπώνονταν από τη συνάθροιση. Η ομιλία του ήταν τόσο βαθυστόχαστη και περιεκτική που όλοι οι Βραχμάνοι συμφώνησαν ότι ο Σουμέντα ήταν ο πλέον αρμόδιος να τους διδάξει. Με χαρά προσέφεραν τα πεντακόσια αργυρά νομίσματα στον Σουμέντα, αλλά δίσταζαν να του προσφέρουν την νεαρή κοπέλα για γάμο, αφού ο Σουμέντα δεν ήταν ντόπιος και ο γάμος ιθαγενών από δυο διαφορετικές χώρες ήταν στα μάτια τους κάτι το ακατάλληλο. Αποφάσισαν να του προσφέρουν περισσότερα χρήματα αντί για την κοπέλα. Αλλά ο Σουμέντα αρνήθηκε να δεχτεί την χειρονομία τους και τους εξήγησε ότι οι αληθινά μαθημένοι (σοφοί) βασίζονται στην επίτευξη της αρετής ως πηγή υποστήριξης. Σκοπός της ζωής του ήταν να ακολουθήσει ενάρετη ατραπό, απαλλαγμένη από εγκόσμια προσκόλληση, ώστε η πολύτιμη κληρονομιά των σοφών και των θεοτήτων να διαδοθεί και να κληροδοτηθεί στον κόσμο. Η χρήση της υλικής ανταμοιβής ως μέσο εκμάθησης θα εμπόδιζε την πραγματική ενάρετη ατραπό, θα κατέστρεφε τις ρίζες της αυθεντικότητάς της, και δε θα έδινε την παραμικρή αληθινή αξία στις μελλοντικές γενιές. Μόλις το άκουσαν αυτό, όλοι οι Βραχμάνοι ένιωσαν ντροπή.
Η Σουμίτα, η νεαρή κοπέλα που είδε όλα όσα διαδραματιζόταν, εξεπλάγη με την ευγένεια του Σουμέντα και έτσι τον θεώρησε σαν άντρα άξιο να γίνει σύζυγός της. Μέχρι να μαζέψει τα υπάρχοντά της με σκοπό να ακολουθήσει τον Σουμέντα, αυτός είχε ήδη φύγει. Η Σουμίτα γρήγορα τον κυνήγησε ελπίζοντας να τον προλάβει, αλλά ο νεαρός Βραχμάνος δεν ήταν πουθενά. Μετά από μέρες όταν έφτασε τα περίχωρα του Ντιπαβάτι, την πρωτεύουσα του Ντιπαμακάρα, είχαν γεμίσει τα πόδια της φουσκάλες και η εξάντλησή της είχε φτάσει στο αδιαχώρητο. Καθώς ξεκουραζόταν στην άκρη του δρόμου, ο Βασιλιάς Αρτσιμάτ, που βρισκόταν σε εκδρομή έξω από την πόλη, αντιλήφθηκε την λυπητερή της όψη. Η Σουμίτα διηγήθηκε στο βασιλιά τη σειρά όλων όσων διαδραματίστηκαν που την έφεραν σ’ εκείνο το σημείο. Ο Βασιλιάς Αρτσιμάτ συγκινήθηκε από την αποφασιστικότητά της και την κάλεσε να επιστρέψει μαζί του για να ζήσει στο παλάτι ως υιοθετημένη κόρη του. Η Σουμίτα συμφώνησε με την πρότασή του, υπό τον όρο να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως αντάλλαγμα. Ο Βασιλιάς της πρότεινε να μαζεύει φρέσκα λουλούδια για το καθημερινό στόλισμα του παλατιού. Είχαν φτάσει πλέον σε μια αμοιβαία συμφωνία και η Σουμίτα συνόδευσε τον Βασιλιά Αρτσιμάτ πίσω στην πρωτεύουσα.
Ο Σουμέντα ήταν επίσης καθ’ οδόν προς το Ντιπαβάτι γιατί έμαθε ότι ο Βούδας Ντιπανκάρα επρόκειτο να επισκεφτεί την πόλη-γενέτειρά του. Καθώς πλησίαζε την πρωτεύουσα, πέτυχε την Σουμίτα που εκτελούσε το καθημερινό της καθήκον μαζεύοντας φρέσκα λουλούδια για το παλάτι. Στο χέρι της κρατούσε επτά κυανά άνθη λωτού, που φάνταζαν τόσο θεσπέσια, που ο Σουμέντα ήθελε να τα προσφέρει στο Βούδα, και ρώτησε την Σουμίτα αν θα δεχόταν να μοιραστεί μαζί του τα άνθη λωτών. Ο Σουμίτα καταχάρηκε που επιτέλους συνάντησε τον Σουμέντα και με μεγάλη προθυμία του έδωσε πέντε μίσχους λωτών.
Κατά την προετοιμασία για την επίσκεψη του Βούδα, οι πολίτες του Ντιπαβάτι, με επικεφαλής την Βασίλισσα Σουντίπα, στόλιζαν την πόλη και αναδομούσαν τον δρόμο έξω απ’ την πόλη, για να μπορεί ο Βούδας και η ακολουθία του να προχωρήσουν πάνω σ’ αυτόν χωρίς ταλαιπωρία. Ο Σουμέντα τους πλησίασε και προσφέρθηκε να βοηθήσει. Του δόθηκε ένα λασπωμένο τμήμα του δρόμου που χρειαζόταν επίστρωση με πέτρες. Ενώ είχε την μυστικιστική ικανότητα να χρησιμοποιήσει την υπερ-εγκόσμια αντίληψή του για να ολοκληρώσει την εργασία γρήγορα, επέλεξε να χρησιμοποιήσει την σωματική του εργασία για να τιμήσει την επίσκεψη του Βούδα. Αλλά πριν προλάβει να τελειώσει τη δουλειά του, ο Ταταγκάτα και η ακολουθία του ήταν ήδη σε απόσταση μερικών μέτρων απ’ αυτόν. Για να μη λερωθούν τα πόδια του Βούδα από το ημιτελές μονοπάτι, το οποίο ήταν μισο-λασπωμένο, ο Σουμέντα προστερνίστηκε μπροστά στον Παγκόσμια-Τιμημένο χρησιμοποιώντας το σώμα και τον μανδύα του σχηματίζοντας έτσι ανθρώπινη διαβάθρα για να μπορεί να περάσει ο Βούδας, και ταυτόχρονα πέταξε την προσφορά των κυανών λωτών προς τον Βούδα. Προς έκπληξη όλων, τα πέντε άνθη λωτών έμειναν μετέωρα στον αέρα.
Εξαγιασμένος από την ευσπλαχνική αύρα του Βούδα, ο Σουμέντα ενίσχυσε τον νου του με σταθερή αποφασιστικότητα ότι και ο ίδιος θα πετύχει την Βουδότητα για χάρη όλων των αισθανόμενων όντων. Ο Βούδας Ντιπανκάρα στάθηκε μπροστά στον Σουμέντα και διακήρυξέ: «Αυτό ο νεαρός Βραχμάνος, μετά το πέρασμα ενενήντα ένα μεγάλων κάλπα, θα πετύχει την Βουδότητα. Θα είσαι γνωστός ως Βούδας Σακυαμούνι. Θα γεννηθείς με τα τριάντα δύο κύρια και ογδόντα ελάσσονα σημάδια των αγνών δραστηριοτήτων και το φως που εκπέμπεται από το σώμα σου θα φτάσει το μήκος ενός χεριού. Θα γίνεις Ταταγκάτα του Σαχαλοκαντάτου (μίτζε τζίκτεν), ενός απερίσκεπτου κόσμου Σάχα, ο οποίος θα απαιτεί μεγάλο απόθεμα υπομονής και καρτερικότητας για να δαμαστεί, γιατί τα αισθανόμενα όντα εκεί δεν θα τρέφουν φόβο για τις αρνητικές συνέπειες της προσκόλλησης, του θυμού και της άγνοιας. Θα γεννηθείς στους Καπιλαβάστου, μια βασιλική καταγωγή της γενεαλογίας Γκοτάμα. Το όνομα του πατέρα σου θα είναι Σουντοντάνα· το όνομα της μητέρας σου θα είναι Μάγια· το όνομα της συζύγου σου θα είναι Γιασοντάρα· το όνομα του γιου σου θα είναι Ραχούλα· και το όνομα του κυρίου ακόλουθού σου θα είναι Ανάντα».
Μόλις έλαβε την προφητεία της μελλοντικής του Βουδότητας, ο Σουμέντα χρησιμοποίησε την υπερ-εγκόσμια γνώση του και πέταξε δεκαεπτά μέτρα στον αέρα, και κατέβηκε με τα μακριά του μαλλιά να σκεπάζουν την λασπωμένη επιφάνεια του δρόμου, για να μπορούν να πατήσουν πάνω τους τα πόδια του Βούδα. Έχοντας περάσει την ανθρώπινη διαβάθρα, ο Βούδας γύρισε και ανακοίνωσε: «Κανείς από σας να μην πατήσει το έδαφος που καλύφθηκε από τα μαλλιά ενός μελλοντικού Βούδα, διότι το έδαφος αυτό έχει εξαγιασθεί για όλη την αιωνιότητα».
Ο Βούδας Σακυαμούνι ολοκλήρωσε την ιστορία λέγοντας στον Σαριπούτρα: «Εκείνη την εποχή, εγώ ήμουν ο Σουμέντα και η Γιασοντάρα ήταν η Σουμίτα».