Χρονικά των Βουδών
Οι Δώδεκα Σπουδαίες Πράξεις του Βούδα
Η παρούσα κοσμική εποχή, σύμφωνα με την Μπαντρακαλπίκα Σούτρα (κάλπα ζάνγκπο-ι ντο), είναι γνωστή ως ο Τυχερός Αιώνας (κάλπα ζάνγκπο-ι). Κατά τη διάρκεια του Τυχερού Αιώνα, χίλιοι Βούδες, εκ των οποίων ο Σακυαμούνι Βούδας (Σάνγκυε Σάκυα Τούμπα) είναι ο τέταρτος, θα εμφανιστούν στο σύμπαν μας.
Κάθε Βούδας θα εκδηλωθεί συγχρόνως στη μορφή του ανώτατου νιρμανακάγια (τσόκι τούλκου) σε κάθε έναν από τους δισεκατομμύρια σάχα κόσμους (μίτζε τζίκτεν) στη νότια ήπειρο της Τζαμπουντβίπα (Τζαμπουλίνγκ) για να εκτελέσει τις δώδεκα σπουδαίες πράξεις (τζέπα τσούνι) ενός Ταταγκάτα.
Ο Ύμνος προς τον Βούδα (Τουπ Τεντ) είναι μια προσευχή η οποία αποτίει φόρο τιμής σε αυτές τις δώδεκα σπουδαίες πράξεις, και την απήγγελε η Αυτού Αγιότης ο Πένορ Ρίνποτσε και άλλη Υψηλοί Λάμα μέσα στο Ναό του Μαχαμπόντι κάθε πρωί κατά τη διάρκεια του ετήσιου Νύινγκμα Μόνλαμ Τσένπο στην Μποντγκάγια, στην Ινδία. Η προσευχή χρησιμοποιείται επίσης από τους μαθητές του Pathgate στην καθημερινή τους άσκηση. Ακολουθεί μια σύντομη περιγραφή των δώδεκα σπουδαίων πράξεων:
1. Η μεταφορά από την Τουσίτα (γκάντεν κυίνε νε πόουα).
Ο μελλοντικός Βούδας έδωσε την τελευταία του διδασκαλία στους αναρίθμητους μποντισάτβα στο άδυτο του Παραδείσου της Τουσίτα (γκάντεν) στην αγνή χώρα της Χαράς· ενθρόνισε το διάδοχό του, τον Μαϊτρέγια ως τον επόμενο Βούδα· και στη συνέχεια κατήλθε στην Τζαμπουντβίπα.
2. Εισέρχοντας στη μήτρα (λούμσου ζούκπα)
Στην μορφή ενός λευκού ελέφαντα με έξι χαυλιόδοντες, ο Μποντισάτβα Μαχασάτβα εισήλθε στη μήτρα της Βασίλισσας Μαγιαντέβι (γκυούτρουλ μα), η μία και μοναδική διορισμένη μητέρα όλων των Βουδών που θα εμφανιστούν κατά τη διάρκεια του Τυχερού Αιώνα.
3. H Γέννηση (κου τάμπα)
Στο δέκατο μήνα της εγκυμοσύνης, η Βασίλισσα Μαγιαντέβι ξεκίνησε το ταξίδι της προς το σπίτι των γονιών της προκειμένου να γεννήσει. Όταν η Βασίλισσα Μαγιαντέβι και η συνοδεία της έφτασαν στο Άλσος Λουμπίνι, αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στον κήπο. Σχεδόν αμέσως συνειδητοποίησε ότι ήταν έτοιμη να γεννήσει. Στάθηκε κάτω από μια συκιά και σταθεροποιήθηκε κρατώντας ένα κλαδί. Ο Μποντισάτβα Μαχασάτβα αναδύθηκε χωρίς προσπάθεια από την δεξιά πλευρά του σώματός της και τον υποδέχτηκαν ο Ίντρα (ουάνγκπο) - ο Κύριος των Τριαντα-τριών Ουράνιων Βασιλείων (σούμτσου τσάσουμ), και ο Βράχμα (τσάνγκπα) - ο Κύριος του Βασιλείου της Αγνής Μορφής (τσάνγκρι), ο οποίος τύλιξε το νεογέννητο με θεϊκό μετάξι και το τοποθέτησε επάνω σε έναν πλατύ λωτό, όπου εκείνος στάθηκε χωρίς υποστήριξη.
Αναρίθμητοι βασιλείς των νάγκα (λου γκυάλπο) εμφανίστηκαν στον ουρανό από πάνω του και δημιουργήθηκαν δύο ρυάκια ύδατος, ένα δροσερό και ένα ζεστό για να λούσουν απαλά το σώμα του μελλοντικού Βούδα, ο οποίος ερεύνησε τις τέσσερις κατευθύνσεις προτού κάνει επτά βήματα προς την κάθε μία, τα οποία σηματοδοτούν την ανυπολόγιστα μεγάλη συσσώρευση αρετής και σοφίας που είχε συσσωρεύσει από αμέτρητους αιώνες ασκώντας στοργική καλοσύνη (τζάνπα), ευσπλαχνία (νυίνγκτζε), αλτρουιστική χαρά (νγκάουα) και γαλήνη του αμερόληπτου νου (τάνγκνυαμ) – τα Τέσσερα Απροσμέτρητα (τσέμε συι).
Σε κάθε του βήμα, ένας λωτός αναδυόταν από το έδαφος. Με τον δεξί του δείκτη στραμμένο στον ουρανό και τον αριστερό του στο έδαφος, ανήγγειλε με καθαρή φωνή: «Μεταξύ ουρανού και γης είμαι ο ανώτατος διότι αυτή είναι η τελευταία μου γέννηση».
Ο Βασιλιάς Σουντοντάνα (Γκυάλπο Ζέτσανγκ Μα) ονόμασε το νεογέννητο Σιντάρτα (Ντόντρουπ), το οποίο σημαίνει «αυτός που εκπληρώνει αποτελεσματικά πεπρωμένο της επιλογής του».
4. Γίνοντας επιδέξιος σε όλες τις τέχνες και σε όλα τα αθλήματα (ζόγι νέλα κέπα)
Από νεαρή ηλικία, ο Σιντάρτα επέδειξε την υπεροχή ενός λέοντα ανάμεσα στους ανθρώπους, κατέκτησε ένα ευρύ φάσμα εγκόσμιων αθλημάτων, υπερβαίνοντας κατά πολύ τους συνομηλίκους του των Σάκυα, και ξεπερνώντας ακόμη και τους δασκάλους του. Οι ικανότητές του ως αθλητής ήταν ασυναγώνιστες στους αγώνες που διεξήχθησαν στην Άνγκα και στη Μαγκάντα.
5. Απολαμβάνοντας τη συντροφιά των συζύγων (τσούνμο ι κόργκυε ρόλουα)
Ακολουθώντας τα εγκόσμια ήθη της εποχής, ο Σιντάρτα στην ηλικία των δεκαέξι ετών, κατ’ εντολή του πατέρα του νυμφεύθηκε την Πριγκίπισσα Γιασοντάρα (Τρακ Ντζίνμα) και ανέλαβε το βασίλειο στην ηλικία των εικοσι-εννέα ετών. Έζησε την τρυφηλή ζωή ενός πρίγκιπα στο ανάκτορο του Καπιλαβάστου, περιβαλλόμενος από ένα πλήθος νέων και όμορφων συντρόφων και αυλικών που του έστειλε ο πατέρας του ο Βασιλιάς Σουντοντάνα, κι ωστόσο απέφευγε επιδέξια να διαπράξει ακόμα και την ελάχιστη παράβαση.
6. Η απάρνηση της οικογενειακής ζωής για να χειροτονηθεί (ράμπτου τσούνγκουα)
Ο Σιντάρτα έκανε τέσσερις εκδρομές έξω από το παλάτι, κάθε φορά σε μια από τις τέσσερις κύριες κατευθύνσεις. Την πρώτη φορά είδε ένα γέρο, την δεύτερη φορά έναν άρρωστο, την τρίτη φορά ένα πτώμα, και την τέταρτη έναν ασκητή. Κατανοώντας τις πρώτες τρις συναντήσεις ως τα αναπόφευκτα βάσανα της κανονικής ζωής, και την τέταρτη ως το μονοπάτι μέσα από το οποίο θα μπορούσε να ανακαλύπτει την λύση αυτού του αινίγματος, απαρνήθηκε την οικογενειακή ζωή, αποχώρησε από το βασίλειο του πατέρα του στη μέση της νύχτας και έκοψε τα μαλλιά του μπροστά από τη Στούπα Βισούδα.
7. Ασκώντας λιτότητα (κάουα τσέπα)
Για έξι χρόνια ο Σιντάρτα ζούσε μια ζωή σωματικής εξιλέωσης στις όχθες του ποταμού Νεραντζάνα, με ακόμα πέντε ασκητές, οι οποίοι ήταν όλοι μέλη της βασιλικής οικογένειας αποσταλμένοι από τον πατέρα του. Τότε ο Σιντάρτα κατάλαβε ότι η υπέρτατη υπερβατική σοφία δεν μπορούσε να αποκτηθεί μέσα από την άσκηση της λιτότητας ούτε μέσα από την υπερβολική ικανοποίηση. Από εκεί και πέρα απόρριψε τις δύο άκρες και υποστήριξε το μαντγυάμα (ούμα), το μέσο δρόμο, ως το μονοπάτι προς την απελευθέρωση (τάρπα).
8. Πλησιάζοντας την πεμπτουσία της αφύπνισης (τσάνγκτσουμπ νυίνγκπο σιέκπα)
Ο Σιντάρτα πήγε στη Μποντγκάγια, κάθισε σε ένα σωρό γρασίδι κούσα στην στάση του αμετακίνητου βάτζρα και εισήλθε στην διαλογιστική κατάσταση του σαμάντι (τινγκέντζιν) αναζητώντας την φώτιση, όπως έκαναν οι προηγούμενοι Βούδες στο ίδιο ακριβώς σημείο, ο άξονας μούντι – το κοσμικό σημείο σύνδεσης μεταξύ τον ουρανό και την γη όπου η ενέργεια μπορεί να μετακινηθεί και να διασπείρει μεταξύ τα ανώτερα και τα κατώτερα βασίλεια.
9. Υπερισχύοντας τον Μάρα (ντου τούλουα)
Ο Μάρα Παπιγιάν - ο Κύριος της Ψευδαίσθησης· η καρμική προσωποποίηση του θανάτου, της επαναγέννησης και του πόθου· και ο αρχηγός των μάρα - ταράχθηκε από την επικείμενη αφύπνιση του Σιντάρτα. Προσπάθησε να διακόψει τον Μποντισάτβα Μαχασάτβα από την αναζήτησή του αξιοποιώντας τις τρις κόρες του, την Τάνχα (σέπα: λαχτάρα), την Αράτι (κονγκ τρο: δυσαρέσκεια), και την Ράγκα (ντότσακ: απληστία) στις πιο ελκυστικές, θελκτικές μορφές τις για να αποσπούν την προσοχή του Σιντάρτα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Ο Μάρα Παπιγιάν τότε εμφανίστηκε στην μορφή του συμπαντικού μονάρχη Τσακραβάρτιν (κόρλο γκυούρουε) καθισμένος επάνω στον ελέφαντά του τον Γκιριμεκάλς, συνοδευόμενος από ένα στρατό δαιμόνων, και έστειλε κύμα μετά από κύμα επιθέσεων προς τον Σιντάρτα. Πρώτα έφτασε η μπροστινή επέλαση ανεμοστροβίλων, αλλά ο Μποντισάτβα Μαχασάτβα παρέμεινε ακλόνητος. Επόμενος έφτασε μια άγρια καταιγίδα με σκοπό να πνίξει τον Σιντάρτα, αλλά ούτε μια σταγόνα βροχής έπεσε στο σώμα του. Αυτό ακολουθούταν από βροχή πετρών και βροχή βελών, τα οποία όλα μεταμορφώθηκαν σε ουράνια λουλούδια.
Στη συνέχεια ο Μάρα Παπιγιάν απαίτησε τον Σιντάρτα να του παραδίδει το κάθισμα βάτζρα διότι δεν θα έπρεπε να κάθεται στο Bατζρασάνα (ντορτζεντέν) ένας θνητός. Το δεξί χέρι του Σιντάρτα έφτασε και άγγιξε την γη συγκαλώντας την σπουδαία γη να γίνει μάρτυράς του. Η γη έτρεμε έξη φορές και η Μάε Θωράνι, η μητέρα-γη εμφανίστηκε και διαβεβαίωσε το ιερό δικαίωμα του Μποντισάτβα Μαχασάτβα προς το Bατζρασάνα. Καθώς έστυβε τα μακριά μαλλιά της, ένας χείμαρρος νερού αναδύθηκε από την αξία που συσσώρευε ο Μποντισάτβα Μαχασάτβα επί αιώνες, πέφτοντας στο έδαφος δημιουργώντας έναν κατακλυσμό αρετής το οποίο σάρωσε το στρατό δαιμόνων. Ο Μάρα, απολύτως ηττημένος δραπέτευσε.
10. Κατορθώνοντας την τέλεια φώτιση (νγκόνπαρ ντζόκπαρ σανγκυέπα)
Στην ηλικία των τριάντα-πέντε, στην δέκατη πέμπτη μέρα του τέταρτου μήνα, καθώς η νύχτα έφτασε την τρίτη σκοπιά, ο Μποντισάτβα Μαχασάτβα παρέμεινε στην κατάσταση του υπέρτατου σαμάντι, μαρτυρώντας την ταυτόχρονη επανάληψη όλων των προηγουμένων ζωών του και των επαναγεννήσεών του ως αμέτρητα έμβια όντα για ενενήντα εννιά αιώνες και νωρίτερα. Αφυπνίστηκε πλήρως στην αληθινή φύση της πραγματικότητας και στα ογδόντα τέσσερα χιλιάδες επιδέξια μέσα που μπορούσε να αξιοποιεί για να απελευθερώσει τα αισθανόμενα όντα από τα δεσμά της σαμσάρα (κόρουα). Καθώς εμφανίζονταν τα πρωινά αστέρια στον ουρανό, κατόρθωσε την τέλεια φώτιση.
11. Γυρνώντας τον τροχό του Ντάρμα (τσόκυι κόρλο κόρουα)
Αφού την πλήρη φώτισή του, ο Βούδας Σακυαμούνι παρέμεινε καθιστός κάτω από το δέντρο μπόντι για τις επόμενες είκοσι μία μέρες και έδωσε συνολική διδασκαλία για την απόλυτη πραγματικότητα του σύμπαντος σε αμέτρητους μποντισάτβα οι οποίοι είχαν κατορθώσει την επίτευξη του πρώτου μπούμι και πάνω. Αυτή η διδασκαλία είναι γνωστή ως η Αβαταμσάκα Σούτρα (ντο πάλπο τσα), και δόθηκε πλήρως από τον Βούδα Σακυαμούνι στην εμφάνιση του Βαϊροτσάνα (Νάμπαρ Νάνγκντζε) καθώς ήταν στην διαλογιστική κατάσταση του σαμάντι.
Για τις επόμενες τέσσερις εβδομάδες ο Βούδας Σακυαμούνι παρέμεινε σε ήσυχο στοχασμό μέχρι ο Ίντρα τον ικέτεψε να εκπληρώσει τους πεντακόσιους αρχικούς όρκους που έδωσε πριν αμέτρητους αιώνες, ότι θα είναι το καθοδηγητικό φως της απελευθέρωσης όλων των αισθανόμενων όντων από την σαμσάρα, και επικαλέστηκε στον Βούδα ότι είχε φτάσει η ώρα να μοιράσει την διδασκαλία με τα έμβια όντα του κόσμου. Έτσι ξεκίνησαν τα σαράντα εννέα χρόνια που δίδασκε ο Βούδας.
Η πρώτη στροφή του τροχού του Ντάρμα έλαβε μέρος στο Πάρκο Ελαφιών στη Σαρνάθ, του Βαρανάσι, όπου ο Βούδας δίδαξε τις Τέσσερις Ευγενείς Αλήθειες (πάκπε ντένπα συι): η αλήθεια της οδύνης (ντούνγκαλ κυι ντένπα)· η αλήθεια σχετικά με την αιτία της οδύνης (κουτζουνγκουάι ντένπα)· η αλήθεια της παύσης (γκόκπαϊ ντένπα)· και η αλήθεια του μονοπατιού (λάμκυι ντένπα). Χειροτονήθηκαν οι πέντε ασκητές που ήταν σύντροφοί του για έξη χρόνια.
Στη δεύτερη στροφή του τροχού του Ντάρμα, ο Βούδας δίδαξε την Τελειότητα της Υπερβατικής Σοφίας, η Πραζναπαραμίτα (σέραμπ κυι πάρολ του τσίνπα), σε αμέτρητους μποντισάτβα στο Όρος της Κορυφής των Γυπών, στη Ρατζαγκρίχα.
Η τρίτη στροφή δόθηκε στο Βαϊσάλι και σε άλλες τοποθεσίες όπου ο Βούδας αποκάλυψε ότι όλα τα διάφορα γιάνα (τέκπα) που δίδασκε κατά την πάροδο του χρόνου ήταν ένα διασυνδεδεμένο όχημα· και ότι η Βουδική φύση (τέζιν σέκπαϊ νυίνγκπο) που κατέχουν όλα τα όντα, μοιράζει το ίδιο έδαφος (συι) του οποίου η ουσία (νγκόουο) του είναι η πρωταρχική αγνότητα της κενότητας (τόνγκπα νυι), η φύση (ρανγκσυιν) είναι η αυθόρμητη παρούσα φωτεινότητα (λούντρουπ όσαλ), και η ενέργεια είναι η ευσπλαχνία. Αυτά αποτελούν την έμφυτη απόλυτη ενότητα του Νταρμακάγια (τσο κου), το σώμα αλήθειας της απόλυτης πραγματικότητας (ντον νταμ μπντεν πα) στην οποία ποτέ δεν υπήρξε καμία νοητική συσκότιση ή ψευδαίσθηση.
12. Περνώντας στην Παρινιρβάνα (νυα νγκεν λε ντέπα)
Στα ογδόντα του, ο Βούδας Σακυαμούνι με τον Ανάντα (Κουνγκάουο), ο προσωπικός του ακόλουθος, πήγαν στο Βωμό Καπάλα. Ο Βούδας αποκάλυψε ότι ο Ταταγκάτα παρέχει την υπέρτατη δύναμη να παραμείνει κατά την διάρκεια ενός αιώνας ή μέχρι το τέλος του αν το επιθυμεί. Αυτό το επαναλάμβανε τρις φορές ο Βούδας χωρίς καμία απόκριση από τον Ανάντα, ο οποίος αργότερα εξομολόγησε στους πεντακόσιους άρχατ (ντρατσόμπα) στην πρώτη συνάθροιση του Συμβουλίου της Ρατζαγκρίχα ότι δεν μπορούσε να κάνει έκκληση στο Βούδα να παραμείνει επειδή ήταν μαγεμένος από τον Μάρα Παπιγιάν εκείνη την ώρα.
Επόμενος, ο Μάρα Παπιγιάν εμφανίστηκε και παρότρυνε τον Βούδα να παραδώσει την ζωή του αμέσως για την νιρβάνα. Ο Κοσμο-τιμημένος καθησύχασε τον Μάρα να μην αγχώνεται διότι σε τρις μήνες θα πέθανε. Η γη έτρεμε ακούγοντας αυτά τα λόγια, και ο Ανάντα εμφανώς ταραγμένος διαμαρτυρήθηκε. Ο Βούδας απάντησε στον Ανάντα ότι αν είχε αντιδράσει προηγουμένως, θα έμεινε καθ’ όλη την διάρκεια του αιώνα ή μέχρι και το τέλος του.
Έπειτα από τρις μήνες, ο Βούδας και μια ακολουθία μοναχών έφτασαν σε ένα άλσος δέντρων σάλα στην Κουσινάγκαρ. Ο Σουμπάντρα, ένας 120-χρόνος τοπικός Βραχμάνος ζήτησε από τον Βούδα την άδεια να γίνει μέλος της χειροτονημένης Σάνγκα. Ήταν ο τελευταίος μοναχός που χειροτονήθηκε από τον Βούδα Σακυαμούνι. Λίγο μετά την χειροτονία του, ο Σουμπάντρα κάθισε σε ένα κοντινό σημείο και εισήλθε σε βαθύ διαλογισμό, και γρήγορα κατόρθωσε την κατάσταση το άρχατ και είσελθε στην παρινιρβάνα.
Στην 15η μέρα του τέταρτου μήνα, ετοιμάστηκε ένας καναπές για τον Κοσμο-τιμημένος με δύο ζευγάρια πολύ ψηλών δέντρων σάλα στις δυο πλευρές. Ο Βούδας Σακυαμούνι ξάπλωσε στην δεξιά του πλευρά στη στάση του λιονταριού, με το κεφάλι του προς το βορρά, το πρόσωπό του προς τη δύση και ένα πόδι πάνω από το άλλο. Τα δέντρα ξεκίνησαν ξαφνικά να ανθήσουν εκτός εποχής, και κίτρινα πέταλα έπεσαν σαν βροχή στον Ταταγκάτα.
Ο Βούδας Σακυαμούνι μίλησε για την τελευταία φορά στους μοναχούς του: «Όλα τα σύνθετα υλικά υπόκεινται στην σήψη. Αφήστε την αλήθεια να σας ωθήσει στην άσκησή σας. Αφήστε την πειθαρχία του Ντάρμα να είναι ο κύριος οδηγός σας. Να κοπιάσετε πάντα με επιμέλεια».
Τότε ο Βούδας πέρασε στην Μανιπαρινιρβάνα – η χωρις-λύπη σφαίρα του αυθόρμητου διαυγή φωτός που εκπληρώνει.
Για επτά μέρες, φόροι τιμής και προσφορές δινότανε από ανθρώπους, μη-όντα, θεούς και θεότητες από τις δέκα κατευθύνσεις. Το άγιο σώμα (κουντούνγκ) του Βούδα, φυλαγμένο σε φέρετρο και στολισμένο με λουλούδια και θυμιάματα, τοποθετήθηκε σε μια πύρα αρωματικών ξύλων και ευωδιαστών λαδιών για την αποτέφρωση. Έγιναν αρκετές προσπάθειες να ανάψουν την πύρα χωρίς επιτυχία. Τότε αποκαλύφθηκε από έναν ακόλουθο με την υπερ-εγκόσμια νόηση (νγκόνσε) της μαντικής ικανότητας ότι ο λόγος ήταν επειδή ο Μαχακασυάπα (Όσουνγκ Τσένπο), ο πιο ανώτερος ακόλουθος και οι πεντακόσιοι μαθητές του ήταν καθ’ οδόν προς την τελετή. Η στιγμή που έφτασε ο Μαχακασυάπα και αφού είχε προστερνιστεί μπροστά από το φέρετρο, η πύρα αμέσως ξέσπασε σε φλόγες αυθόρμητα.
Τα λείψανα από την αποτέφρωση μοιράστηκαν σε οκτώ μερίδια και τοποθετήθηκαν σε οκτώ ξεχωριστές στούπα (τσότεν), αντιπροσωπεύοντας οκτώ σημαντικά γεγονότα στη ζωή του Βούδα Σακυαμούνι.
Αυτό ολοκληρώνει τη σύντομη περιγραφή για τις δώδεκα σπουδαίες πράξεις του Βούδα.
.